- ζευγάρισμα
- το вспашка, пахота
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζευγάρισμα — ο [ζευγαρίζω] η αροτρίωση με ζευγάρι βοδιών … Dictionary of Greek
ζευγάρισμα — το, ατος το όργωμα με αλέτρι που σέρνουν δύο ζώα, το αλέτρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άροση — η όργωμα, ζευγάρισμα, καλλιέργεια: Καλή άροση είναι η βαθιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)